λεηλατώ — λεηλατώ, λεηλάτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λεηλατώ — λεηλάτησα, λεηλατήθηκα, λεηλατημένος, διαρπάζω, λαφυραγωγώ: Η πόλη λεηλατήθηκε από τον εχθρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεηλατῶ — λεηλατέω drive away booty pres subj act 1st sg (attic epic doric) λεηλατέω drive away booty pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
εξπιλεύω — ἐξπιλεύω (Μ) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. expilo «λεηλατώ, διαρπάζω»] … Dictionary of Greek
καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
καταληίζομαι — καταληΐζομαι (AM) λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληΐζομαι «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
κατασυλώ — κατασυλῶ, έω (Μ) (επιτ. τ. τού συλώ*) αρπάζω, λεηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
προδιαρπάζω — Α διαρπάζω, λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαρπάζω «αρπάζω διά της βίας, λαφυραγωγώ, λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
προκαταδηώ — όω, Α λεηλατώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδηῶ «λεηλατώ, ερημώνω»] … Dictionary of Greek